Ο Δημήτρης Μουγκός: αυτός που φωτογραφίζει φως από μέσα και τα μακαρόνια (οι αγαπημένοι καλλιτέχνες part 2)

Πάντα μου λέγανε:
«Καλά, δεν βαριέσαι το πήγαινε-έλα Θεσσαλονίκη – Κατερίνη για να κάνεις μάθημα;»
Η αλήθεια είναι πως κάποιες μέρες ήταν φρικτές. Ειδικά όταν είχε ζέστη, ήλιο και ήσουν στριμωγμένος μέσα σε ένα αστικό λεωφορείο που μύριζε θερινό ιδρώτα και βαριά μοναξιά. 
Και παρ' όλα αυτά, μέσα μου η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα κάτι άλλο.
Γκρίζα και χρωματιστή ταυτόχρονα. Σκοτεινή με φως ντισκομπάλας.
Ήταν τα rave party των '90s στο Nani Nani.
Ήταν το acid κάτω από το γήπεδο του ΠΑΟΚ – που την πρώτη φορά που μπήκα δεν ήξερα πώς να βγω (sober ήμουν).
Ήταν τα παλιά ΚΤΕΛ απέναντι από τα δικαστήρια, χωμένα μέσα στα κόκκινα φώτα.
Ήταν και είναι μια γλυκιά πληγή που δεν μπορώ – και δε θέλω – να αφήσω πίσω.
Θυμάμαι ακόμα τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Βρώμικος. Μπίχλα. Και όμως… μου άρεσε έτσι.
Τη γόβα του Καρύδα στην Εγνατία.
Τα κίτρινα φώτα στους δρόμους.
Τους γερανούς στο λιμάνι.
Το FIX, όταν δούλευα εκεί.
Μικρά κομμάτια που συνθέτουν ένα μεγάλο παζλ ανθρώπων, φύλων, φυλών.
Δεν αγάπησα ποτέ τη Θεσσαλονίκη – ούτε την Αθήνα.
Αλλά η Θεσσαλονίκη έχει αυτόν τον αστικό λυρισμό, μια αύρα, μια υγρασία στην ψυχή, που δεν βρήκα αλλού. Είναι οι κεραίες της; Τα φαντάσματά της; Δεν ξέρω.
Τι είναι ο αστικός λυρισμός;
Κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο δύσκολα αποτυπώσιμη μορφή τέχνης.
Χρειάζεται να έχεις τρέλα μέσα στο κεφάλι σου για να συγκινηθείς με μια φωτογραφία που δείχνει μια πολυκατοικία με μερικά αναμμένα και μερικά σβηστά φώτα.
Χρειάζεται να βρεις την ομορφιά εκεί που άλλοι βλέπουν εγκατάλειψη, βία, κούραση.
Ίσως να λέγεται αστικός ρεαλισμός.
Ίσως και απλώς να είναι μια αγάπη χωρίς φίλτρα.
Λίγοι τη μέτρησαν τη Θεσσαλονίκη "ίσα με το μπόι τους".
Και ακόμη λιγότεροι δεν της χαρίστηκαν ούτε στον πόνο ούτε στην αγάπη.
Ο υπερταλαντούχος Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ο στιχουργός και συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης
Η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη
Ο ΛΕΞ (ξέρεις πόσο τον αγαπάω – Αλέξης Λαναράς για πάντα)
Και ο αγαπημένος μου φωτογράφος, Δημήτρης Μουγκός.  - αυτός που φωτογραφίζει τον ΛΕΞ και τις σκιές μας - 
Το βιβλίο του, «Και κάνα δυο φωτογραφίες», μου το έκανε δώρο μια βροχερή μέρα η φίλη μου, φωτογράφος και Κατερινιώτισσα και καλλιτεχνική ψυχή, η Τάνια Δούλαλα.
Μου στέλνει μήνυμα:
— «Έλα, είσαι σπίτι; Βγες στο μπαλκόνι. Αυτό είναι για σένα.»
Την προηγούμενη μέρα είχε γίνει η έκθεση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και εγώ της είχα γράψει:
— «Μαλάκα, ζήλεψα. Και εγώ θέλω.»
Το βιβλίο αυτό μπήκε κατευθείαν στο πάνθεον της βιβλιοθήκης μου, δίπλα στο «Ένα αστέρι από τσιμέντο».
Γιατί εκεί ανήκει. Στην τιμητική θέση, μαζί με τις φωτογραφίες του Δημήτρη που βλέπει τη νύχτα με τα μάτια της ψυχής.
Τι κοινό έχουν όλα αυτά; Τίποτα.
Ο Δημήτρης, που φωτογραφίζει τον ΛΕΞ.
Ο ΛΕΞ, που ραπάρει όπως και ο Bloody Hawk.
Ο Bloody Hawk στο προηγούμενο Post με τα μακαρόνια που τυχαίνει να αρέσουν και στο Δημήτρη
Η Τάνια, που πηγαινοέρχεται καθημερινά Θεσσαλονίκη – Κατερίνη.
Και εγώ, που έμαθα να βρίσκω νόημα στα κίτρινα φώτα και στα υγρά βράδια της πόλης.
Όλα κολλάνε.
Αρκεί να βρεις τον μαγικό τρόπο να βάλεις τις λέξεις – και τις εικόνες – στη σωστή σειρά.
Μήτσο!Τράβα κάνα δυο φωτογραφίες!


Πέννες με καπνιστό σολομό, βότκα και άρωμα λεμονιού




Υλικά: (για 4 άτομα λέμε τώρα)
1 πακέτο πένες δηλαδή 500 γρ. πέννες (ή ριγκατόνι – να κρατάνε τη σάλτσα)
250 γρ. καπνιστό σολομό (σε φέτες ή κομματάκια – όχι κονσέρβα αν μπορείς σε παρακαλώ)
1 σφηνάκι βότκα (βασικά 1 μπουκάλι αλλά δε γαμιέται)
1 κ.σ. βούτυρο (αγελαδινό ναι)
1 κ.γ. φρέσκο ξύσμα λεμονιού (μόνο το κίτρινο)
1 κ.σ. άνηθος ψιλοκομμένος (μην το παρακάνεις – θέλουμε άρωμα, όχι σαπούνι)
2 κ.σ. ελαιόλαδο
50 ml. κανονική κρέμα γάλακτος (όχι light, μην κάνεις τέτοιο λάθος)
Φρεσκοτριμμένο πιπέρι

Εκτέλεση:
Πλένεις χέρια, σηκώνεις μανίκια, άσε τη βότκα κάτω είπα!
Βράζεις τις πέννες σε άφθονο αλατισμένο νερό.
Τις στραγγίζεις 2 λεπτά πριν γίνουν al dente και κρατάς λίγο από το νερό τους στην άκρη.
Στην ίδια κατσαρόλα (ή σε ένα τηγάνι με βαθύ πάτο), ρίχνεις το βούτυρο και το ελαιόλαδο. Μόλις ζεσταθούν, ρίχνεις τον καπνιστό σολομό κομμένο σε χοντρά κομμάτια.
Σοτάρεις για 1 λεπτό και "σβήνεις" με τη βότκα.
Άστο να εξατμιστεί για λίγο, να σου μείνει μόνο το άρωμα της νύχτας. (είμαι και ποιητικός άμα θέλω είδες;)
Ρίχνεις μέσα τον άνιθο, το ξύσμα λεμονιού και την κρέμα γάλακτος.
Ανακατεύεις ελαφρά και μόλις πάρει μια βράση, προσθέτεις τις πέννες.
Αν χρειάζεται, ρίχνεις και λίγο από το νερό που κράτησες.
Δοκιμάζεις.
Βάζεις λίγο πιπέρι.
Αν θες, λίγη ακόμα βότκα εκτός φωτιάς (για εκείνο το κάτι και αν δεν την έχεις ρημαξει).
Σερβίρεις ζεστό, χωρίς πολλά στολίδια.
Το φαγητό μιλάει μόνο του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις